πλαστοφερρίτης

πλαστοφερρίτης
ο, Ν
(χημ.-τεχνολ.) υλικό που χρησιμοποιείται στην ηλεκτρονική και το οποίο αποτελείται από σκόνη ενός φερρίτη και από θερμοπλαστική ύλη, η οποία επενεργεί ως συνδετικό μέσον, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν να συνδυάζει τις μαγνητικές ιδιότητες τού φερρίτη με την επιθυμητή μηχανική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plastoferrite < πλαστός + γαλλ. ferrite (< λατ. ferrum «σίδηρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”